Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαιτητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαιτητικ|ός <-ή, -ό> [ðiɛtitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. διαιτητικός (σχετικός με τη δίαιτα):

διαιτητικός
Diät-

Παραδειγματικές φράσεις με διαιτητικός

διαιτητικός συμβιβασμός
Schiedsgutachter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский