Ελληνικά » Γερμανικά

συμβιβασμός [siɱvivazˈmɔs] SUBST αρσ

2. συμβιβασμός ΝΟΜ:

συμβιβασμός
Vergleich αρσ
αναγκαστικός συμβιβασμός
διαιτητικός συμβιβασμός
δικαστικός συμβιβασμός
εταιρικός συμβιβασμός
εξωδικαστικός συμβιβασμός αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με συμβιβασμός

διαιτητικός συμβιβασμός
αναγκαστικός συμβιβασμός
δικαστικός συμβιβασμός
εταιρικός συμβιβασμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский