Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαιτολόγος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαιτολόγος [ðiɛtɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

1. διαιτολόγος (ειδικός συνεργάτης):

διαιτολόγος
Diätassistent(in) αρσ (θηλ)

2. διαιτολόγος (επιστήμονας):

διαιτολόγος
Diätetiker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский