Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαβαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δι|αβαίνω <-άβηκα> [ðjaˈvɛnɔ] VERB αμετάβ

2. διαβαίνω (περνώ με όχημα):

διαβαίνω

3. διαβαίνω (καιρός: παρέρχομαι):

διαβαίνω

II . δι|αβαίνω <-άβηκα> [ðjaˈvɛnɔ] VERB μεταβ

1. διαβαίνω (ποταμό, δρόμο: περνώ από πάνω):

διαβαίνω

2. διαβαίνω (δάσος: περνώ από μέσα):

διαβαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский