Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δημοπρατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δημοπρατ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðimɔpraˈtɔ] VERB μεταβ

1. δημοπρατώ (βγάζω σε πλειστηριασμό):

δημοπρατώ

2. δημοπρατώ (δημόσιο έργο):

δημοπρατώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский