Ελληνικά » Γερμανικά

δημοσία [ðimɔˈsia] ΕΠΊΡΡ

δημοσία

δημοσιά [ðimɔˈsça] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский