Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δηλητήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δηλητήριο [ðiliˈtiriɔ] SUBST ουδ

δηλητήριο
Gift ουδ
δηλητήριο είναι αυτός ο καφές
δηλητήριο στάζει η δηλητήριο του

Παραδειγματικές φράσεις με δηλητήριο

δηλητήριο στάζει η δηλητήριο του
δηλητήριο είναι αυτός ο καφές

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский