Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δηλητηριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δηλητηρ|ιάζω <-ίασα, -ιάστηκα, -ιασμένος> [ðilitiriˈazɔ] VERB μεταβ

δηλητηριάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский