Ελληνικά » Γερμανικά

δεσμός [ðɛzˈmɔs] SUBST αρσ

1. δεσμός (συναισθηματικός σύνδεσμος):

δεσμός με
Bindung θηλ an +αιτ
ο δεσμός του γάμου
der Bund αρσ der Ehe
die Bande ουδ πλ des Bluts

2. δεσμός (στοργικός σύνδεσμος):

δεσμός
Verbundenheit θηλ

3. δεσμός (σχέση):

δεσμός
Beziehung θηλ
ερωτικός δεσμός

4. δεσμός ΧΗΜ:

δεσμός
Bindung θηλ
διπλός δεσμός
Doppelbindung θηλ
μεταλλικός δεσμός
Metallbindung θηλ
χημικός δεσμός
πολικός δεσμός
polare Bindung θηλ
πολλαπλός δεσμός
πολωμένος δεσμός

ιδιωτισμοί:

ο γόρδιος δεσμός

Παραδειγματικές φράσεις με δεσμός

δεσμός αρσ σθένους
ερωτικός δεσμός
διπλός δεσμός
χημικός δεσμός
πολικός δεσμός
πολλαπλός δεσμός
πολωμένος δεσμός
ο δεσμός του γάμου
der Bund αρσ der Ehe
ο γόρδιος δεσμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский