Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δεσμωτήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δεσμωτήριο [ðɛzmɔˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. δεσμωτήριο (κρατητήριο):

δεσμωτήριο
Zelle θηλ

2. δεσμωτήριο ΙΣΤΟΡΊΑ:

δεσμωτήριο
Gefängnis ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский