Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δέσμη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δέσμη [ˈðɛzmi] SUBST θηλ

1. δέσμη:

δέσμη
Bündel ουδ
δέσμη ακτίνων
δέσμη ευθειών ΜΑΘ
μοριακή δέσμη
δέσμη φωτός, φωτεινή δέσμη
Lichtbündel ουδ

2. δέσμη μτφ:

δέσμη
Paket ουδ
δέσμη μετοχών
Aktienpaket ουδ
δέσμη νόμων
Gesetzespaket ουδ

3. δέσμη (ανθοδέσμη):

δέσμη
Strauß αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δέσμη

δέσμη φωτός, φωτεινή δέσμη
δέσμη θηλ νόμων
δέσμη θηλ μετοχών
δέσμη θηλ ιόντων
δέσμη θηλ ηλεκτρονίων
δέσμη ακτίνων
δέσμη ευθειών ΜΑΘ
μοριακή δέσμη
δέσμη μετοχών
δέσμη νόμων
δέσμη θηλ (οπτικών) ινών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский