Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βολεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βολ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [vɔˈlɛvɔ] VERB μεταβ

1. βολεύω (κανονίζω):

βολεύω

2. βολεύω (τακτοποιώ μέσα σε κάτι):

βολεύω

II . βολεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. βολεύομαι (βρίσκω μέρος για ύπνο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский