Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βολή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βολή [vɔˈli] SUBST θηλ

1. βολή (ρίξιμο):

βολή
Wurf αρσ
Freiwurf αρσ
Freiwurflinie θηλ
Wurfbereich αρσ

2. βολή (πυροβολισμός):

βολή
Schuss αρσ
χώρος αρσ βολής ΑΘΛ
Schießstand αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με βολή

Freiwurf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский