Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βοηθός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βοηθός [vɔiˈθɔs] SUBST mf

1. βοηθός (γενικά):

βοηθός
Gehilfe αρσ (Gehilfin) θηλ
βοηθός δικηγόρου
Rechtsanwaltsgehilfe αρσ (-gehilfin) θηλ
βοηθός δικηγόρου
Anwaltsgehilfe αρσ (-gehilfin) θηλ
βοηθός δικαστής
Hilfsrichter(in) αρσ (θηλ)

2. βοηθός (χειρούργου, χημικού κτλ):

βοηθός
Assistent(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με βοηθός

βοηθός mf δικαστής
Hilfsrichter(in) αρσ (θηλ)
βοηθός αρσ διαιτητή
βοηθός δικηγόρου
Rechtsanwaltsgehilfe αρσ (-gehilfin) θηλ
βοηθός δικαστής
Hilfsrichter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский