Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πανεπιστημιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πανεπιστημιακ|ός <-ή, -ό> [panɛpistimiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

πανεπιστημιακός
Universitäts-, universitär

Παραδειγματικές φράσεις με πανεπιστημιακός

πανεπιστημιακός βοηθός (καθηγητή)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский