Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βόθρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βόθρος [ˈvɔθrɔs] SUBST αρσ

1. βόθρος (λάκκος):

βόθρος
Grube θηλ

2. βόθρος (τεχνητός λάκκος για ακαθαρσίες):

βόθρος
Senkgrube θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βόθρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский