Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασπάζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασπά|ζομαι <-στηκα> [asˈpazɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. ασπάζομαι (φιλώ):

ασπάζομαι

2. ασπάζομαι (αγκαλιάζω):

ασπάζομαι

3. ασπάζομαι (παραδέχομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский