Ελληνικά » Γερμανικά

ασούρωτ|ος1 <-η, -ο> [aˈsurɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ασούρωτος (που δεν έχει σουρωθεί):

ασούρωτος

2. ασούρωτος (ύφασμα):

ασούρωτος

ασούρωτ|ος2 <-η, -ο> [aˈsurɔtɔs] ΕΠΊΘ (όχι μεθυσμένος)

ασούρωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский