Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αβαρία , αρχίδι , αρτηρία , αρχηγία , αρχαίος και αρχαΐζω

αρχαΐ|ζω <-σα> [arxaˈizɔ] VERB αμετάβ

I . αρχαί|ος <-α, -ο> [arˈçɛɔs] ΕΠΊΘ

1. αρχαίος (κάποιας άλλης εποχής):

alt

2. αρχαίος (της κλασικής εποχής):

II . αρχαί|ος <-α, -ο> [arˈçɛɔs] SUBST αρσ/θηλ/ουδ

αρτηρία [artiˈria] SUBST θηλ

1. αρτηρία ΑΝΑΤ:

Arterie θηλ
Hüftarterie θηλ
Achselarterie θηλ
Nierenarterie θηλ
Lungenarterie θηλ
Kranzschlagadern θηλ πλ

2. αρτηρία (κυκλοφοριακή):

αβαρία [avaˈria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский