Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαιτήσεις“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγείρω απαιτήσεις
οικονομικές απαιτήσεις
finanzielle Ansprüche αρσ πλ
ασκώ απαιτήσεις ΝΟΜ
εισπράττω απαιτήσεις
ικανοποιώ τις απαιτήσεις τού
κάνω αβαρία στις απαιτήσεις μου
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „απαιτήσεις“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ασκώ απαιτήσεις
απαιτήσεις θηλ πλ επιδόσεων
απαιτήσεις θηλ πλ παροχής
υπερβολικές απαιτήσεις
εκκρεμείς απαιτήσεις θηλ πλ
hohe Ansprüche αρσ πλ
υψηλές απαιτήσεις θηλ πλ
Ansprüche erheben ανώμ ΝΟΜ
εγείρω απαιτήσεις
Konsumansprüche αρσ πλ
καταναλωτικές απαιτήσεις θηλ πλ
έχω χαμηλές απαιτήσεις
anforderungskonform αμετάβλ
σύμφωνος με τις απαιτήσεις
απαιτήσεις θηλ από πίστωση πλ
ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις
έχω μεγάλες απαιτήσεις

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский