Ελληνικά » Γερμανικά

I . αρχαί|ος <-α, -ο> [arˈçɛɔs] ΕΠΊΘ

1. αρχαίος (κάποιας άλλης εποχής):

αρχαίος
alt

2. αρχαίος (της κλασικής εποχής):

αρχαίος

II . αρχαί|ος <-α, -ο> [arˈçɛɔs] SUBST αρσ/θηλ/ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский