Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: απέξω , αρπάζω , αρπαγή , παραέξω , αρπαχτή , αρπαχτά , άρπα και αρπάγη

αρπαγή [arpaˈji] SUBST θηλ

1. αρπαγή (κλοπή):

Raub αρσ

2. αρπαγή (απαγωγή):

Entführung θηλ

I . αρπά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [arˈpazɔ] VERB μεταβ

1. αρπάζω (πιάνω με το χέρι):

3. αρπάζω (τον κλέφτη που πάει να φύγει):

4. αρπάζω (παίρνω γρήγορα για να φύγω):

5. αρπάζω (απάγω):

6. αρπάζω (αρρώστια):

7. αρπάζω (φωτιά):

9. αρπάζω (κλέβω σε κάποιο κατάστημα):

11. αρπάζω οικ (καταλαβαίνω):

II . αρπάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. αρπάζομαι (να μην πέσω):

sich festhalten an +δοτ

3. αρπάζομαι (αρχίζω καβγά):

I . απέξω [aˈpɛksɔ] ΕΠΊΡΡ

1. απέξω (στην έξω μεριά):

außerhalb +γεν

2. απέξω (από έξω):

II . απέξω [aˈpɛksɔ] SUBST ουδ αμετάβλ (το έξω μέρος)

αρπαχτά [arpaxˈta] ΕΠΊΡΡ

αρπαχτή [arpaxˈti] SUBST θηλ

1. αρπαχτή (μπάζα) SUBST θηλ:

Beute θηλ

παραέξω [paraˈɛksɔ] ΕΠΊΡΡ

αρπάγη [arˈpaji] SUBST θηλ (γάντζος)

άρπα [ˈarpa] SUBST θηλ

2. άρπα ΑΣΤΡΟΝ:

Leier θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский