Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτελματώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αποτελματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔtɛlmaˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. αποτελματώνω (μεταβάλλω σε τέλμα):

αποτελματώνω

2. αποτελματώνω μτφ (προκαλώ στασιμότητα):

αποτελματώνω

II . αποτελματώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский