Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτέφρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποτέφρωσ|η <-εις> [apɔˈtɛfrɔsi] SUBST θηλ (νεκρού)

αποτέφρωση
Einäscherung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский