Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απομονωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απομονωμέν|ος <-η, -ο> [apɔmɔnɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (χωριό)

απομονωμένος
ζω απομονωμένος
ζω απομονωμένος

Παραδειγματικές φράσεις με απομονωμένος

ζω απομονωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский