Ελληνικά » Γερμανικά

απολυτ|ός <-ή, -ό> [apɔliˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. απολυτός (σκοινί):

απολυτός

2. απολυτός (σκύλος):

απολυτός
los

Παραδειγματικές φράσεις με απολυτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский