Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απολυτήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απολυτήριο [apɔliˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. απολυτήριο (γενικά: σχολείου):

απολυτήριο

2. απολυτήριο:

απολυτήριο (λυκείου: γενικός όρος)
Abitur ουδ
απολυτήριο (στην Αυστρία και Ελβετία)
Matura θηλ

3. απολυτήριο:

απολυτήριο (λυκείου: επίσημος όρος)
απολυτήριο (στην Αυστρία και Ελβετία)
Matura θηλ

4. απολυτήριο ΣΤΡΑΤ:

απολυτήριο
Entlassungspapiere ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский