Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αξιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αξιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [aksiˈɔnɔ] VERB μεταβ

αξιώνω

II . αξιώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. αξιώνομαι (καταφέρνω):

2. αξιώνομαι ειρων (καταφέρνω):

3. αξιώνομαι (έχω την τύχη):

Παραδειγματικές φράσεις με αξιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский