Ελληνικά » Γερμανικά

I . αξιωματικ|ός1 <-ή, -ό> [aksiɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ (επίσημα αναγνωρισμένος)

αξιωματικός

II . αξιωματικ|ός1 [aksiɔmatiˈkɔs] SUBST αρσ

1. αξιωματικός ΣΤΡΑΤ:

αξιωματικός
Offizier αρσ

2. αξιωματικός (στο σκάκι):

αξιωματικός
Läufer αρσ

αξιωματικ|ός2 <-ή, -ό> [aksiɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ (αρχές, θέσεις)

αξιωματικός

Παραδειγματικές φράσεις με αξιωματικός

αξιωματικός αρσ με πλάκα τα γαλόνια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский