Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αξιωματούχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αξιωματούχος [aksiɔmaˈtuxɔs] SUBST mf

αξιωματούχος
Amtsträger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский