Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ανακυκλώσιμος , αναλώσιμα , ανακύκλωση και ανακυκλώνω

ανακυκλώσιμ|ος <-η, -ο> [anaciˈklɔsimɔs] ΕΠΊΘ

ανακύκλωσ|η <-εις> [anaˈciklɔsi] SUBST θηλ

2. ανακύκλωση (περιοδική επανάληψη):

Kreislauf αρσ

3. ανακύκλωση ΑΕΡΟ:

Looping αρσ o ουδ

αναλώσιμα [anaˈlɔsima] SUBST ουδ πλ

ανακυκλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [anaciˈklɔnɔ] VERB μεταβ (απορρίμματα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский