Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακύπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αν|ακύπτω <-έκυψα> [anaˈciptɔ] VERB αμετάβ και μτφ (προβλήματα)

ανακύπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский