Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προϊόν“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προϊ|όν <-όντος> [prɔiˈɔn] SUBST ουδ

1. προϊόν (ό,τι παράχτηκε):

προϊόν
Produkt ουδ
προϊόν
Erzeugnis ουδ
αγροτικό προϊόν
αγροτικό προϊόν
αγροτικό προϊόν
βιομηχανικό προϊόν
βιομηχανικό προϊόν
προϊόν διάσπασης ΦΥΣ
Spaltprodukt ουδ
Werbeprodukt ουδ
εγχώριο προϊόν
εγχώριο προϊόν
Einfuhrwaren θηλ πλ
Importprodukte ουδ πλ
ενδιάμεσο προϊόν
εξαγωγικό προϊόν
Exportartikel αρσ
Halbfabrikat ουδ
προϊόν ποιότητας
προϊόν ποιότητας
τελικό προϊόν
Endprodukt ουδ
εθνικό προϊόν
Sozialprodukt ουδ
εθνικό προϊόν
Sozialprodukt ουδ
Abprodukt ουδ
μαζικό προϊόν
Massenprodukt ουδ
μαζικό προϊόν
φυσικό προϊόν
Naturprodukt ουδ

2. προϊόν (κέρδος):

προϊόν
Erlös αρσ

3. προϊόν (αποτέλεσμα):

προϊόν
Ergebnis ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με προϊόν

προϊόν ουδ ντεμακιγιάζ
προϊόν ουδ διάσπασης
προϊόν ουδ αντίδρασης
Granulat ουδ
γονιδιακό προϊόν
Genprodukt ουδ
εθνικό προϊόν
εξαγωγικό προϊόν
ζωικό προϊόν
γεωργικό προϊόν
εύφλεκτο προϊόν
ημιτελές προϊόν
μαζικό προϊόν
προϊόν ποιότητας
τελικό προϊόν
Endprodukt ουδ
εξαγώγιμο προϊόν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский