Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμπέλι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμπέλι [amˈbɛli] SUBST ουδ

1. αμπέλι (φυτό):

αμπέλι
Weinrebe θηλ

2. αμπέλι (αμπελώνας):

αμπέλι
Weingarten αρσ

3. αμπέλι (σε πλαγιά):

αμπέλι
Weinberg αρσ
ξέφραγο αμπέλι μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με αμπέλι

ξέφραγο αμπέλι μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский