Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλιεύματος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακάματ|ος <-η, -ο> [aˈkamatɔs] ΕΠΊΘ

αόμματ|ος <-η, -ο> [aˈɔmatɔs] ΕΠΊΘ

ασώματ|ος <-η, -ο> [aˈsɔmatɔs] ΕΠΊΘ

1. ασώματος (χωρίς σώμα):

2. ασώματος (άυλος):

ασύρματος [aˈsirmatɔs] SUBST αρσ

αγράμματ|ος <-η, -ο> [aˈɣramatɔs] ΕΠΊΘ

ημιαυτόματ|ος <-η, -ο> [imiafˈtɔmatɔs] ΕΠΊΘ

αφιλοχρήματ|ος <-η, -ο> [afilɔˈxrimatɔs] ΕΠΊΘ (ανιδιοτελής)

αλιευτική [aliɛftiˈci] SUBST θηλ

αλιευτικό [aliɛftiˈkɔ] SUBST ουδ

1. αλιευτικό (μικρό):

Fischerboot ουδ

2. αλιευτικό (μεγάλο):

γιομάτος [jɔˈmatɔs]

γιομάτος s. γεμάτος

Βλέπε και: γεμάτος

εγχρήματ|ος <-η, -ο> [ɛŋˈxrimatɔs] ΕΠΊΘ

φιλοχρήματ|ος <-η, -ο> [filɔˈxrimatɔs] ΕΠΊΘ

γλυκοαίματ|ος <-η, -ο> [ɣlikɔˈɛmatɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский