Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτόματος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτόματ|ος <-η, -ο> [afˈtɔmatɔs] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με αυτόματος

αυτόματος ρυθμιστής ΟΙΚΟΝ
αυτόματος πιλότος
Autopilot αρσ
αυτόματος τηλεφωνητής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский