Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άμοιρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άμοιρ|ος <-η, -ο> [ˈamirɔs] ΕΠΊΘ

1. άμοιρος (κακότυχος):

άμοιρος
Unglücks-

2. άμοιρος (στερημένος από κάτι):

άμοιρος
bar, -los
άμοιρος κάθε λογικής
bar aller γεν Vernunft
άμοιρος συνεπειών

Παραδειγματικές φράσεις με άμοιρος

άμοιρος συνεπειών
άμοιρος κάθε λογικής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский