Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμοιβάδωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμοιβάδωσ|η <-εις> [amiˈvaðɔsi] SUBST θηλ

αμοιβάδωση
Amöbenruhr θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский