Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμόκ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμόκ [aˈmɔk] SUBST ουδ αμετάβλ

αμόκ
Amok αρσ
παθαίνω αμόκ

Παραδειγματικές φράσεις με αμόκ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский