Ελληνικά » Γερμανικά

συριαν|ός <-ή, -ό> [siri̯aˈnɔs] ΕΠΊΘ

συριανός

Συριαν|ός (-ή) [siri̯aˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Einwohner(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский