Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύρμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύρμα [ˈsirma] SUBST ουδ

σύρμα
Draht αρσ
χάλκινο σύρμα
Kupferdraht αρσ
αγκαθωτό σύρμα
Stacheldraht αρσ
σύρμα αγωγού
Leitungsdraht αρσ
δικτυωτό σύρμα
Gitterdraht αρσ
μαγνητικό σύρμα
Magnetdraht αρσ
σύρμα συγκόλλησης ουδ ΤΕΧΝΟΛ
Schweißdraht αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σύρμα

χάλκινο σύρμα
αγκαθωτό σύρμα
σύρμα αγωγού
δικτυωτό σύρμα
ουδέτερο σύρμα ουδ αγωγού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский