Ελληνικά » Γερμανικά

Αυστραλία [afstraˈlia] SUBST θηλ

Αυστραλ|ός (-ή) [afstraˈl|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Australier(in) αρσ (θηλ)

αυστριακ|ός <-ή, -ό> [afstriaˈkɔs] ΕΠΊΘ

αυστραλιαν|ός <-ή, -ό> [afstrali̯aˈnɔs] ΕΠΊΘ

Αυστραλασία [afstralaˈsia] SUBST θηλ

Αυστραλέζ|ος (-α) [afstraˈlɛz|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αυστηρότητα [afstiˈrɔtita] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский