Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κήνσορας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)
κήνσορας (αξιωματούχος στην αρχαία Ρώμη) αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
Zensor αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский