Γερμανικά » Αγγλικά

Dienst·ha·ben·de(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

dienst·ha·bend ΕΠΊΘ προσδιορ

diensthabend → Dienst

Βλέπε και: Dienst , Dienst

Dienst ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Dienst <-[e]s, -e> [di:nst] ΟΥΣ αρσ

11. Dienst ΑΡΧΙΤ:

respond ειδικ ορολ

ιδιωτισμοί:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文