Γαλλικά » Γερμανικά

I . remarquer [ʀ(ə)maʀke] ΡΉΜΑ μεταβ

1. remarquer (apercevoir):

II . remarquer [ʀ(ə)maʀke] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με remarquée

il a fait une entrée remarquée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "remarquée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina