Γαλλικά » Γερμανικά

I . réchauffer [ʀeʃofe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. réchauffer ΜΑΓΕΙΡ:

II . réchauffer [ʀeʃofe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. réchauffer (retrouver sa chaleur):

3. réchauffer ΜΑΓΕΙΡ:

réchauffé [ʀeʃofe] ΟΥΣ αρσ

1. réchauffé ΜΑΓΕΙΡ:

Aufgewärmte(s) ουδ

2. réchauffé μτφ:

ça sent le réchauffé! μειωτ
das ist ja ein alter Hut! οικ

réchauffé(e) [ʀeʃofe] ΕΠΊΘ μειωτ

Παραδειγματικές φράσεις με réchauffée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina