Γαλλικά » Γερμανικά

rayé(e) [ʀeje] ΕΠΊΘ

2. rayé (éraflé):

3. rayé ΤΕΧΝΟΛ:

rayer [ʀeje] ΡΉΜΑ μεταβ

2. rayer (érafler):

3. rayer (biffer):

5. rayer ΤΕΧΝΟΛ:

Παραδειγματικές φράσεις με rayée

arme rayée [ou à canon rayé] θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "rayée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina