Γαλλικά » Γερμανικά

II . plaindre [plɛ͂dʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. plaindre (se lamenter):

[über etw αιτ ] klagen

Παραδειγματικές φράσεις με plaintes

les plaintes

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina