Γαλλικά » Γερμανικά

manteau <x> [mɑ͂to] ΟΥΣ αρσ

2. manteau μτφ τυπικ:

die Erde trägt ein weißes Kleid λογοτεχνικό

3. manteau (partie de cheminée):

4. manteau ΓΕΩΛ:

Mantel αρσ

ιδιωτισμοί:

robe-manteau <robes-manteaux> [ʀɔbmɑ͂to] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina