Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: insérer , ingérer , inférer , inerte , Londres και innover

II . innover [inɔve] ΡΉΜΑ αμετάβ

Londres [lɔ͂dʀ] ΟΥΣ

London ουδ

inerte [inɛʀt] ΕΠΊΘ

4. inerte ΟΙΚΟΝ:

inférer [ɛ͂feʀe] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

II . ingérer [ɛ͂ʒeʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

I . insérer [ɛ͂seʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

2. insérer Η/Υ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina